προοδευτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προοδευτικότητα οι προοδευτικότητες
      γενική της προοδευτικότητας των προοδευτικοτήτων
    αιτιατική την προοδευτικότητα τις προοδευτικότητες
     κλητική προοδευτικότητα προοδευτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προοδευτικότητα < προοδευτικός + -ότητα

Ουσιαστικό

προοδευτικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.