προνομιακά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
προνομιακά
<
προνομιακός
Επίρρημα
προνομιακά
σαν
προνόμιο
, αποκομίζοντας ένα
όφελος
από κάτι
Μεταφράσεις
προνομιακά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
προνομιακά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
προνομιακό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.