προμεσημβρινά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προμεσημβρινά < προμεσημβρινός + -ά < προ + μεσημβρινός < αρχαία ελληνική μεσημβρινός < μέσος + ἡμέρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.me.sim.vɾiˈna/
Αντώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
προμεσημβρινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προμεσημβρινός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.