προλακτίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προλακτίνη | οι | προλακτίνες |
| γενική | της | προλακτίνης | των | προλακτινών |
| αιτιατική | την | προλακτίνη | τις | προλακτίνες |
| κλητική | προλακτίνη | προλακτίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προλακτίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prolactin ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική prolactine
Ουσιαστικό
προλακτίνη θηλυκό
Συγγενικά
Πηγές
- προλακτίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προλακτίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.