υπόφυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπόφυση | οι | υποφύσεις |
| γενική | της | υπόφυσης* | των | υποφύσεων |
| αιτιατική | την | υπόφυση | τις | υποφύσεις |
| κλητική | υπόφυση | υποφύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υποφύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υπόφυση θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.