προθυμότερος

Νέα ελληνικά (el)

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προθυμότερος η προθυμότερη το προθυμότερο
      γενική του προθυμότερου της προθυμότερης του προθυμότερου
    αιτιατική τον προθυμότερο την προθυμότερη το προθυμότερο
     κλητική προθυμότερε προθυμότερη προθυμότερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προθυμότεροι οι προθυμότερες τα προθυμότερα
      γενική των προθυμότερων των προθυμότερων των προθυμότερων
    αιτιατική τους προθυμότερους τις προθυμότερες τα προθυμότερα
     κλητική προθυμότεροι προθυμότερες προθυμότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προθυμότερος < προθυμ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του πρόθυμος

Επίθετο

προθυμότερος, -η, -ο

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.