προεισπραττόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προεισπραττόμενος | η | προεισπραττόμενη | το | προεισπραττόμενο |
| γενική | του | προεισπραττόμενου | της | προεισπραττόμενης | του | προεισπραττόμενου |
| αιτιατική | τον | προεισπραττόμενο | την | προεισπραττόμενη | το | προεισπραττόμενο |
| κλητική | προεισπραττόμενε | προεισπραττόμενη | προεισπραττόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προεισπραττόμενοι | οι | προεισπραττόμενες | τα | προεισπραττόμενα |
| γενική | των | προεισπραττόμενων | των | προεισπραττόμενων | των | προεισπραττόμενων |
| αιτιατική | τους | προεισπραττόμενους | τις | προεισπραττόμενες | τα | προεισπραττόμενα |
| κλητική | προεισπραττόμενοι | προεισπραττόμενες | προεισπραττόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
προεισπραττόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.