προθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προθεραπεία οι προθεραπείες
      γενική της προθεραπείας των προθεραπειών
    αιτιατική την προθεραπεία τις προθεραπείες
     κλητική προθεραπεία προθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προθεραπεία < προ- + θεραπεία

Ουσιαστικό

προθεραπεία θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.