προβληματίζων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβληματίζων η προβληματίζουσα το προβληματίζον
      γενική του προβληματίζοντος της προβληματίζουσας
& προβληματιζούσης*
του προβληματίζοντος
    αιτιατική τον προβληματίζοντα την προβληματίζουσα το προβληματίζον
     κλητική προβληματίζων προβληματίζουσα προβληματίζον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβληματίζοντες οι προβληματίζουσες τα προβληματίζοντα
      γενική των προβληματιζόντων των προβληματιζουσών των προβληματιζόντων
    αιτιατική τους προβληματίζοντες τις προβληματίζουσες τα προβληματίζοντα
     κλητική προβληματίζοντες προβληματίζουσες προβληματίζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

προβληματίζων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.