προβιταμίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προβιταμίνη οι προβιταμίνες
      γενική της προβιταμίνης των προβιταμινών
    αιτιατική την προβιταμίνη τις προβιταμίνες
     κλητική προβιταμίνη προβιταμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προβιταμίνη < (νόθο σύνθετο) προ- + βιταμίνη, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική provitamin ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική provitamine)

Ουσιαστικό

προβιταμίνη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.