προβαλλόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προβαλλόμενος | η | προβαλλόμενη | το | προβαλλόμενο |
| γενική | του | προβαλλόμενου | της | προβαλλόμενης | του | προβαλλόμενου |
| αιτιατική | τον | προβαλλόμενο | την | προβαλλόμενη | το | προβαλλόμενο |
| κλητική | προβαλλόμενε | προβαλλόμενη | προβαλλόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προβαλλόμενοι | οι | προβαλλόμενες | τα | προβαλλόμενα |
| γενική | των | προβαλλόμενων | των | προβαλλόμενων | των | προβαλλόμενων |
| αιτιατική | τους | προβαλλόμενους | τις | προβαλλόμενες | τα | προβαλλόμενα |
| κλητική | προβαλλόμενοι | προβαλλόμενες | προβαλλόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προβαλλόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα προβάλλομαι
Μετοχή
προβαλλόμενος, -η, -ο
- αυτός που προβάλλεται τώρα, που προτάσσεται
- Η προβαλλόμενη διαφήμιση προσβάλλει τη νοημοσύνη μας
- Η προβαλλόμενη δικαιολογία είναι απόλυτα αστήρικτη
Μεταφράσεις
προβαλλόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.