προασπιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προασπιστής οι προασπιστές
      γενική του προασπιστή των προασπιστών
    αιτιατική τον προασπιστή τους προασπιστές
     κλητική προασπιστή προασπιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προασπιστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προασπιστής[1]

Ουσιαστικό

προασπιστής αρσενικό (θηλυκό προασπίστρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.