προαπαγορευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προαπαγορευμένος | η | προαπαγορευμένη | το | προαπαγορευμένο |
| γενική | του | προαπαγορευμένου | της | προαπαγορευμένης | του | προαπαγορευμένου |
| αιτιατική | τον | προαπαγορευμένο | την | προαπαγορευμένη | το | προαπαγορευμένο |
| κλητική | προαπαγορευμένε | προαπαγορευμένη | προαπαγορευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προαπαγορευμένοι | οι | προαπαγορευμένες | τα | προαπαγορευμένα |
| γενική | των | προαπαγορευμένων | των | προαπαγορευμένων | των | προαπαγορευμένων |
| αιτιατική | τους | προαπαγορευμένους | τις | προαπαγορευμένες | τα | προαπαγορευμένα |
| κλητική | προαπαγορευμένοι | προαπαγορευμένες | προαπαγορευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
προαπαγορευμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.