προαναφερόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαναφερόμενος η προαναφερόμενη το προαναφερόμενο
      γενική του προαναφερόμενου της προαναφερόμενης του προαναφερόμενου
    αιτιατική τον προαναφερόμενο την προαναφερόμενη το προαναφερόμενο
     κλητική προαναφερόμενε προαναφερόμενη προαναφερόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαναφερόμενοι οι προαναφερόμενες τα προαναφερόμενα
      γενική των προαναφερόμενων των προαναφερόμενων των προαναφερόμενων
    αιτιατική τους προαναφερόμενους τις προαναφερόμενες τα προαναφερόμενα
     κλητική προαναφερόμενοι προαναφερόμενες προαναφερόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

προαναφερόμενος






Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.