προαναγγελμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προαναγγελμένος | η | προαναγγελμένη | το | προαναγγελμένο |
| γενική | του | προαναγγελμένου | της | προαναγγελμένης | του | προαναγγελμένου |
| αιτιατική | τον | προαναγγελμένο | την | προαναγγελμένη | το | προαναγγελμένο |
| κλητική | προαναγγελμένε | προαναγγελμένη | προαναγγελμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προαναγγελμένοι | οι | προαναγγελμένες | τα | προαναγγελμένα |
| γενική | των | προαναγγελμένων | των | προαναγγελμένων | των | προαναγγελμένων |
| αιτιατική | τους | προαναγγελμένους | τις | προαναγγελμένες | τα | προαναγγελμένα |
| κλητική | προαναγγελμένοι | προαναγγελμένες | προαναγγελμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
προαναγγελμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.