προανάκριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προανάκριση | οι | προανακρίσεις |
| γενική | της | προανάκρισης* | των | προανακρίσεων |
| αιτιατική | την | προανάκριση | τις | προανακρίσεις |
| κλητική | προανάκριση | προανακρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προανακρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προανάκριση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προανάκρισις. Μορφολογικά αναλύεται σε προανακρί(νω) + -σις < προανακρί(νω) + -ση[1]
Ουσιαστικό
προανάκριση θηλυκό
- (νομικός όρος) προκαταρκτική ανάκριση για να διαπιστωθεί αν μια πράξη είναι αξιόποινη
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προανακρίνω, προ, ανακρίνω και κρίνω
Μεταφράσεις
προανάκριση
Αναφορές
- προανάκριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.