προανάκριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προανάκριση οι προανακρίσεις
      γενική της προανάκρισης* των προανακρίσεων
    αιτιατική την προανάκριση τις προανακρίσεις
     κλητική προανάκριση προανακρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προανακρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προανάκριση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προανάκρισις. Μορφολογικά αναλύεται σε προανακρί(νω) + -σις < προανακρί(νω) + -ση[1]

Ουσιαστικό

προανάκριση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.