προάσκηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προάσκηση οι προασκήσεις
      γενική της προάσκησης* των προασκήσεων
    αιτιατική την προάσκηση τις προασκήσεις
     κλητική προάσκηση προασκήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προασκήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προάσκηση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική προάσκη(σις) + -ση (-ηση) < αρχαία ελληνική προασκῶ·[1] Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + άσκηση.

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈa.sci.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προάσκηση

Ουσιαστικό

προάσκηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. προάσκηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.