προασκώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προασκώ < αρχαία ελληνική προασκέω[1] / προασκῶ < ἀσκέω / ἀσκῶ
Συγγενικά
- προασκημένος
- προάσκηση
- → δείτε τις λέξεις προ και ασκώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προασκώ | προασκούσα | θα προασκώ | να προασκώ | προασκώντας | |
| β' ενικ. | προασκείς | προασκούσες | θα προασκείς | να προασκείς | (προάσκει) | |
| γ' ενικ. | προασκεί | προασκούσε | θα προασκεί | να προασκεί | ||
| α' πληθ. | προασκούμε | προασκούσαμε | θα προασκούμε | να προασκούμε | ||
| β' πληθ. | προασκείτε | προασκούσατε | θα προασκείτε | να προασκείτε | προασκείτε | |
| γ' πληθ. | προασκούν(ε) | προασκούσαν(ε) | θα προασκούν(ε) | να προασκούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προάσκησα | θα προασκήσω | να προασκήσω | προασκήσει | ||
| β' ενικ. | προάσκησες | θα προασκήσεις | να προασκήσεις | προάσκησε | ||
| γ' ενικ. | προάσκησε | θα προασκήσει | να προασκήσει | |||
| α' πληθ. | προασκήσαμε | θα προασκήσουμε | να προασκήσουμε | |||
| β' πληθ. | προασκήσατε | θα προασκήσετε | να προασκήσετε | προασκήστε | ||
| γ' πληθ. | προάσκησαν προασκήσαν(ε) |
θα προασκήσουν(ε) | να προασκήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προασκήσει | είχα προασκήσει | θα έχω προασκήσει | να έχω προασκήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προασκήσει | είχες προασκήσει | θα έχεις προασκήσει | να έχεις προασκήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προασκήσει | είχε προασκήσει | θα έχει προασκήσει | να έχει προασκήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προασκήσει | είχαμε προασκήσει | θα έχουμε προασκήσει | να έχουμε προασκήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προασκήσει | είχατε προασκήσει | θα έχετε προασκήσει | να έχετε προασκήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προασκήσει | είχαν προασκήσει | θα έχουν προασκήσει | να έχουν προασκήσει |
| |
Μεταφράσεις
προασκώ
|
|
- προασκέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.