πριονοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πριονοειδής | η | πριονοειδής | το | πριονοειδές |
| γενική | του | πριονοειδούς* | της | πριονοειδούς | του | πριονοειδούς |
| αιτιατική | τον | πριονοειδή | την | πριονοειδή | το | πριονοειδές |
| κλητική | πριονοειδή(ς) | πριονοειδής | πριονοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πριονοειδείς | οι | πριονοειδείς | τα | πριονοειδή |
| γενική | των | πριονοειδών | των | πριονοειδών | των | πριονοειδών |
| αιτιατική | τους | πριονοειδείς | τις | πριονοειδείς | τα | πριονοειδή |
| κλητική | πριονοειδείς | πριονοειδείς | πριονοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πριονοειδής < ελληνιστική κοινή πριονοειδής < αρχαία ελληνική πρίων + -ειδής
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.