πριστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πριστός | η | πριστή | το | πριστό |
| γενική | του | πριστού | της | πριστής | του | πριστού |
| αιτιατική | τον | πριστό | την | πριστή | το | πριστό |
| κλητική | πριστέ | πριστή | πριστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πριστοί | οι | πριστές | τα | πριστά |
| γενική | των | πριστών | των | πριστών | των | πριστών |
| αιτιατική | τους | πριστούς | τις | πριστές | τα | πριστά |
| κλητική | πριστοί | πριστές | πριστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
πριστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πριστός
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- πριστός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πριστός, -ή, -ό
- πριονισμένος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 195
- καί μιν μακροτέρην καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι, λευκοτέρην δ' ἄρα μιν θῆκε πριστοῦ ἐλέφαντος
- τὴν ἔκαμε καὶ πιὸ ἁψηλή, καὶ πιὸ τρανὴ στὴν ὄψη, κι ἀπ' τὸ κοφτὸ τὸ φίλντισὶ πιὸ λαμπερὴ καὶ πιὸ ἄσπρη.
Συγγενικά
- πρίστης
Πηγές
- πριστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πριστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.