πρεσβυτέριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρεσβυτέριο | τα | πρεσβυτέρια |
| γενική | του | πρεσβυτέριου & πρεσβυτερίου |
των | πρεσβυτέριων & πρεσβυτερίων |
| αιτιατική | το | πρεσβυτέριο | τα | πρεσβυτέρια |
| κλητική | πρεσβυτέριο | πρεσβυτέρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρεσβυτέριο < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική presbytère < υστερολατινική presbyterium < ελληνιστική κοινή πρεσβυτέριον (=συμβούλιο γερόντων)
Συνώνυμα
- πρεσβυτερείο
- παπαδόσπιτο
Μεταφράσεις
πρεσβυτέριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.