πρεσβυτέριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρεσβυτέριο τα πρεσβυτέρια
      γενική του πρεσβυτέριου
& πρεσβυτερίου
των πρεσβυτέριων
& πρεσβυτερίων
    αιτιατική το πρεσβυτέριο τα πρεσβυτέρια
     κλητική πρεσβυτέριο πρεσβυτέρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρεσβυτέριο < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική presbytère < υστερολατινική presbyterium < ελληνιστική κοινή πρεσβυτέριον (=συμβούλιο γερόντων)

Ουσιαστικό

πρεσβυτέριο ουδέτερο

  1. χριστιανικό ή ιουδαϊκό ιερατείο
  2. κατοικία ιερέα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.