πρεσβυτέριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πρεσβῠτέριο-
ονομαστική τὸ πρεσβυτέριον τὰ πρεσβυτέρι
      γενική τοῦ πρεσβυτερίου τῶν πρεσβυτερίων
      δοτική τῷ πρεσβυτερί τοῖς πρεσβυτερίοις
    αιτιατική τὸ πρεσβυτέριον τὰ πρεσβυτέρι
     κλητική ! πρεσβυτέριον πρεσβυτέρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρεσβυτερίω
γεν-δοτ τοῖν  πρεσβυτερίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρεσβυτέριον < πρεσβύτερ(ος) + -ιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πρεσβυτέριο (με διαφορετική σημασία)

Ουσιαστικό

πρεσβῠτέριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • πρεσβυεῖον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.