πρεμούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρεμούρα | οι | πρεμούρες |
| γενική | της | πρεμούρας | — | |
| αιτιατική | την | πρεμούρα | τις | πρεμούρες |
| κλητική | πρεμούρα | πρεμούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρεμούρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική premura < premere < λατινική premere, απαρέμφατο τού premo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (χτυπώ)
Ουσιαστικό
πρεμούρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) μεγάλη βιασύνη που συνοδεύεται από ενδείξεις έντονης πίεσης
- (λαϊκότροπο) έντονη επιθυμία
- ※ Δεν έπαιρναν ποτέ εφημερίδα στο σπίτι, ίσως γιατί η γυναίκα του Γιάννη Καλή δεν είχε πρεμούρα για τα νέα. (Κλέων Παράσχος Η παράξενη συμπεριφορά του Γιάννη Καλή [διήγημα])
- πρέμουρα
- πρέμουρο
Μεταφράσεις
πρεμούρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.