πρεμούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρεμούρα οι πρεμούρες
      γενική της πρεμούρας
    αιτιατική την πρεμούρα τις πρεμούρες
     κλητική πρεμούρα πρεμούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρεμούρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική premura < premere < λατινική premere, απαρέμφατο τού premo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (χτυπώ)

Ουσιαστικό

πρεμούρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) μεγάλη βιασύνη που συνοδεύεται από ενδείξεις έντονης πίεσης
    Θα μπορούσαν, π.χ., να έχουν διεκπεραιώσει τις αιτήσεις μετατάξεων σε ανύποπτο χρόνο, με ρέγουλα, κατά το κοινώς λεγόμενον, και χωρίς πρεμούρα να προφτάσουν. (*)
  2. (λαϊκότροπο) έντονη επιθυμία
      Δεν έπαιρναν ποτέ εφημερίδα στο σπίτι, ίσως γιατί η γυναίκα του Γιάννη Καλή δεν είχε πρεμούρα για τα νέα. (Κλέων Παράσχος Η παράξενη συμπεριφορά του Γιάννη Καλή [διήγημα])

  • πρέμουρα
  • πρέμουρο

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.