πρασινογάλανος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρασινογάλανος η πρασινογάλανη το πρασινογάλανο
      γενική του πρασινογάλανου της πρασινογάλανης του πρασινογάλανου
    αιτιατική τον πρασινογάλανο την πρασινογάλανη το πρασινογάλανο
     κλητική πρασινογάλανε πρασινογάλανη πρασινογάλανο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρασινογάλανοι οι πρασινογάλανες τα πρασινογάλανα
      γενική των πρασινογάλανων των πρασινογάλανων των πρασινογάλανων
    αιτιατική τους πρασινογάλανους τις πρασινογάλανες τα πρασινογάλανα
     κλητική πρασινογάλανοι πρασινογάλανες πρασινογάλανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρασινογάλανος < πράσιν(ος) + -ο- + γαλανός

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾa.si.noˈɣa.la.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρασινογάλανος

Επίθετο

πρασινογάλανος, -η, -ο

  • (χρώμα) άλλη μορφή του γαλαζοπράσινος
      μ’ ανεβρυτό περνάει φτερό κι ανεβοκατεβαίνει / στη φλόγινη αστραπή / χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη / διαβατική σιωπή·
    Άγγελος Σικελιανός, Το τραγούδι της Καλυψώς, @ greek-language.gr

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πρασινογάλανος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.