πραιτώριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πραιτώριον | τὰ | πραιτώριᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | πραιτωρίου | τῶν | πραιτωρίων | ||||
| δοτική | τῷ | πραιτωρίῳ | τοῖς | πραιτωρίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | πραιτώριον | τὰ | πραιτώριᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | πραιτώριον | πραιτώριᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πραιτωρίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πραιτωρίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πραιτώριον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πραιτώριον, -ου ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) πραιτώριο, διοικητήριο, κατοικία κυβερνήτη
- (λατινικά) Praetorium
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πραίτωρ
Πηγές
- πραιτώριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πραιτώριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.