πραίτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πραίτορας | οι | πραίτορες |
| γενική | του | πραίτορα | των | πραιτόρων |
| αιτιατική | τον | πραίτορα | τους | πραίτορες |
| κλητική | πραίτορα | πραίτορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
-
πραίτορας στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.