πραίτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πραίτορας οι πραίτορες
      γενική του πραίτορα των πραιτόρων
    αιτιατική τον πραίτορα τους πραίτορες
     κλητική πραίτορα πραίτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πραίτορας < ελληνιστική κοινή πραίτωρ < λατινική praetor < *praeitor < praeeo < prae + eo

Ουσιαστικό

πραίτορας αρσενικό

  1. ύπαρχος
  2. έπαρχος
  3. στρατηγός
  4. επικεφαλής δικαστής βυζαντινού θέματος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.