πραγματοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
πραγματοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πραγματοποιώ
- θα πραγματοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πραγματοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πραγματοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πραγματοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.