ματαίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ματαίωση οι ματαιώσεις
      γενική της ματαίωσης* των ματαιώσεων
    αιτιατική τη ματαίωση τις ματαιώσεις
     κλητική ματαίωση ματαιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ματαιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ματαίωση < ματαιώνω + -ση < αρχαία ελληνική ματαιόω / ματαιῶ < μάταιος < μάτη

Ουσιαστικό

ματαίωση θηλυκό

  1. η οριστική ακύρωση μιας προγραμματισμένης δραστηριότητας
  2. η διάψευση
    η ματαίωση των ελπίδων μας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.