εμπειρογνώμων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εμπειρογνώμων | οι | εμπειρογνώμονες |
| γενική | του/της | εμπειρογνώμονος | των | εμπειρογνωμόνων |
| αιτιατική | τον/την | εμπειρογνώμονα | τους/τις | εμπειρογνώμονες |
| κλητική | εμπειρογνώμων & εμπειρογνώμον* |
εμπειρογνώμονες | ||
| * Κατά την αρχαία κλίση. Δείτε και το νεότερο εμπειρογνώμονας. | ||||
| Κατηγορία όπως «εμπειρογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /em.bi.ɾoˈɣno.mon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπει‐ρο‐γνώ‐μων
Μεταφράσεις
εμπειρογνώμων
|
Αναφορές
- εμπειρογνώμων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.