πραγματευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πραγματευμένος η πραγματευμένη το πραγματευμένο
      γενική του πραγματευμένου της πραγματευμένης του πραγματευμένου
    αιτιατική τον πραγματευμένο την πραγματευμένη το πραγματευμένο
     κλητική πραγματευμένε πραγματευμένη πραγματευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πραγματευμένοι οι πραγματευμένες τα πραγματευμένα
      γενική των πραγματευμένων των πραγματευμένων των πραγματευμένων
    αιτιατική τους πραγματευμένους τις πραγματευμένες τα πραγματευμένα
     κλητική πραγματευμένοι πραγματευμένες πραγματευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πραγματευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πραγματεύομαι

Μετοχή

πραγματευμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.