μπρίζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπρίζα | οι | μπρίζες |
| γενική | της | μπρίζας | των | (μπριζών) |
| αιτιατική | την | μπρίζα | τις | μπρίζες |
| κλητική | μπρίζα | μπρίζες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπρίζα < πρίζα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.