πολύπριζο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολύπριζο τα πολύπριζα
      γενική του πολύπριζου των πολύπριζων
    αιτιατική το πολύπριζο τα πολύπριζα
     κλητική πολύπριζο πολύπριζα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολύπριζο < πολύ- + πρίζ(α) + -ο, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική multiprise

Ουσιαστικό

πολύπριζο ουδέτερο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.