ρευματοδότης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρευματοδότης | οι | ρευματοδότες |
| γενική | του | ρευματοδότη | των | ρευματοδοτών |
| αιτιατική | τον | ρευματοδότη | τους | ρευματοδότες |
| κλητική | ρευματοδότη | ρευματοδότες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρευματοδότης αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) εντοιχισμένο εξάρτημα της ηλεκτρικής εγκατάστασης ενός κτηρίου, πάνω στο οποίο συνδέεται το καλώδιο τροφοδοσίας με ρεύμα των ηλεκτρικών συσκευών
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ρευματοδότης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
