πρεμνώδης

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

πρεμνώδης < ελληνιστική κοινή πρεμνώδης < αρχαία ελληνική πρέμνον + -ώδης

Επίθετο

πρεμνώδης, -ης, -ες

  1. (λόγιο) που μοιάζει με πρέμνο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πρεμνώδες: το τμήμα ενός δέντρου που μοιάζει με κούτσουρο ή το ρίζωμά του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.