πρεμνοβλάστημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρεμνοβλάστημα | τα | πρεμνοβλαστήματα |
| γενική | του | πρεμνοβλαστήματος | των | πρεμνοβλαστημάτων |
| αιτιατική | το | πρεμνοβλάστημα | τα | πρεμνοβλαστήματα |
| κλητική | πρεμνοβλάστημα | πρεμνοβλαστήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πρεμνοβλάστημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.