πούστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πούστικος | η | πούστικη | το | πούστικο |
| γενική | του | πούστικου | της | πούστικης | του | πούστικου |
| αιτιατική | τον | πούστικο | την | πούστικη | το | πούστικο |
| κλητική | πούστικε | πούστικη | πούστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πούστικοι | οι | πούστικες | τα | πούστικα |
| γενική | των | πούστικων | των | πούστικων | των | πούστικων |
| αιτιατική | τους | πούστικους | τις | πούστικες | τα | πούστικα |
| κλητική | πούστικοι | πούστικες | πούστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πούστικος
- (προφορικό) που έχει σχέση με πούστη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (προφορικό, μεταφορικά) ανήθικος, ανέντιμος
- (προφορικό, μεταφορικά) που μας προξενεί δυσκολίες ή ταλαιπωρία
Μεταφράσεις
πούστικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.