ομοερωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομοερωτικός | η | ομοερωτική | το | ομοερωτικό |
| γενική | του | ομοερωτικού | της | ομοερωτικής | του | ομοερωτικού |
| αιτιατική | τον | ομοερωτικό | την | ομοερωτική | το | ομοερωτικό |
| κλητική | ομοερωτικέ | ομοερωτική | ομοερωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομοερωτικοί | οι | ομοερωτικές | τα | ομοερωτικά |
| γενική | των | ομοερωτικών | των | ομοερωτικών | των | ομοερωτικών |
| αιτιατική | τους | ομοερωτικούς | τις | ομοερωτικές | τα | ομοερωτικά |
| κλητική | ομοερωτικοί | ομοερωτικές | ομοερωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομοερωτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homoerotic < αρχαία ελληνική ὁμο- (< ὁμός) + ἐρωτικός (< ἔρως)
Επίθετο
ομοερωτικός, -ή, -ό
- ομοφυλοφιλικός
- «Λάνη τάφος», «Μέσα στα καπηλειά», «Να μείνει». Τρία από τα Αναγνωρισμένα ποιήματα του Καβάφη, στα οποία, ρητή ή υπαινικτικότερη, η ομοερωτική επιθυμία είναι αντιληπτή. (*)
Μεταφράσεις
ομοερωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.