πουστιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πουστιά | οι | πουστιές |
| γενική | της | πουστιάς | των | πουστιών |
| αιτιατική | την | πουστιά | τις | πουστιές |
| κλητική | πουστιά | πουστιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /puˈstça/
Ουσιαστικό
πουστιά θηλυκό
Μεταφράσεις
πουστιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.