πουστίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πουστίτσα | οι | πουστίτσες |
| γενική | της | πουστίτσας | — | |
| αιτιατική | την | πουστίτσα | τις | πουστίτσες |
| κλητική | πουστίτσα | πουστίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πουστίτσα < πουστιά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /puˈsti.t͡sa/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πούστης
Μεταφράσεις
πουστίτσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.