πουριτανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πουριτανισμός οι πουριτανισμοί
      γενική του πουριτανισμού των πουριτανισμών
    αιτιατική τον πουριτανισμό τους πουριτανισμούς
     κλητική πουριτανισμέ πουριτανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πουριτανισμός < αγγλική puritanism < puritan < purity +‎ -an < pure < λατινική purus (καθαρός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pewH- / *pewh₂- (καθαρίζω, εξαγνίζω)

Ουσιαστικό

πουριτανισμός αρσενικό

  1. (θρησκεία, ιστορία) η θρησκευτική κίνηση των πουριτανών
  2. (μεταφορικά) οι πεποιθήσεις και η συμπεριφορά των πουριτανών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.