πουριτανισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πουριτανισμός | οι | πουριτανισμοί |
| γενική | του | πουριτανισμού | των | πουριτανισμών |
| αιτιατική | τον | πουριτανισμό | τους | πουριτανισμούς |
| κλητική | πουριτανισμέ | πουριτανισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πουριτανισμός αρσενικό
- (θρησκεία, ιστορία) η θρησκευτική κίνηση των πουριτανών
- (μεταφορικά) οι πεποιθήσεις και η συμπεριφορά των πουριτανών
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πουριτανός και πούρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.