πουλολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πουλολόγος | οι | πουλολόγοι |
| γενική | του | πουλολόγου | των | πουλολόγων |
| αιτιατική | τον | πουλολόγο | τους | πουλολόγους |
| κλητική | πουλολόγε | πουλολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πουλολόγος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πουλολόγος < πουλ(ί) + -ο- + -λόγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pu.loˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐λο‐λό‐γος
Ουσιαστικό
πουλολόγος αρσενικό
ιδιωματικά: [1]
- πουλιολόγος (λ.χ. στην Αιτωλοακαρνανία)
- πουλολός, πουλουλόος (λ.χ. σε Μύκονο και Χίο)
Μεταφράσεις
πουλολόγος
|
|
Αναφορές
- Βλ. Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Τόμος 17, σ. 274.
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, ., λήμμα «πουλ(λ)ολόγος».
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
πουλολόγος αρσενικό
- κυνηγός πουλιών
- άλλες μορφές: πουλιολόγος
- ≈ συνώνυμα: πουλοπιάστης
- → και δείτε τη λέξη Πουλολόγος (τίτλος έμμετρης διήγησης του 14ου αιώνα)
Συγγενικά
- πουλολογῶ
Πηγές
- Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Τόμος 17, σ. 274.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.