Πουλολόγος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- Πουλολόγος < πουλολόγος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πουλολόγος
- Πηγές χειρογράφων @greek-language.gr του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά
άλλοι τίτλοι έργων
- Πωρικολόγος (πρωταγωνιστές, τα φρούτα)
- Ὀψαρολόγος
- Φυσιολόγος
Αναφορές
- Ο Πουλολόγος @miet.gr, εκδόσεις ΜΙΕΤ, 1987, ανεύρεση:2021.08.16.
- σελ.λστ΄ @books.googe Κ.Σάθας, Μεσαιωνική βιβλιοθήκη επιστασία Κ.Ν. Σάθα, Τόμος 3, 1872.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.