πουλάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πουλάδα οι πουλάδες
      γενική της πουλάδας των πουλάδων
    αιτιατική την πουλάδα τις πουλάδες
     κλητική πουλάδα πουλάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πουλάδα < πουλ(ί) + -άδα

Ουσιαστικό

πουλάδα θηλυκό

  1. (πτηνό, λαϊκότροπο) κότα νεαρής ηλικίας, θηλυκό κοτόπουλο
  2. (στρατιωτικός όρος) ειδικό σήμα που φορούν οι ιπτάμενοι και οι αλεξιπτωτιστές
  3. (στρατιωτική αργκό) στρατιωτικό καψόνι με το στρώμα κάποιου στρατιώτη

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πουλί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.