πουλάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πουλάδα | οι | πουλάδες |
| γενική | της | πουλάδας | των | πουλάδων |
| αιτιατική | την | πουλάδα | τις | πουλάδες |
| κλητική | πουλάδα | πουλάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πουλάδα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.