πορτοκαλεώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πορτοκαλεώνας | οι | πορτοκαλεώνες |
| γενική | του | πορτοκαλεώνα | των | πορτοκαλεώνων |
| αιτιατική | τον | πορτοκαλεώνα | τους | πορτοκαλεώνες |
| κλητική | πορτοκαλεώνα | πορτοκαλεώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πορτοκαλεώνας < (καθαρεύουσα) πορτοκαλεών < πορτοκάλ(ι) + -εών > -εώνας [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /poɾ.to.ka.leˈo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορ‐το‐κα‐λε‐ώ‐νας
Ουσιαστικό
πορτοκαλεώνας αρσενικό
- (περιεκτικό ουσιαστικό, γεωπονία) o τόπος καλλιέργειας με προτοκαλιές
- κληρονόμησε μεγάλο πορτοκαλεώνα με αξιόλογη παραγωγή πορτοκαλιών
Μεταφράσεις
πορτοκαλεώνας
Αναφορές
- πορτοκαλεώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.