πορτοκαλεών

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πορτοκαλεών οἱ πορτοκαλεῶνες
      γενική τοῦ πορτοκαλεῶνος τῶν πορτοκαλεώνων
      δοτική τῷ πορτοκαλεῶνι τοῖς πορτοκαλεῶσι(ν)
    αιτιατική τὸν πορτοκαλεῶνα τοὺς πορτοκαλεῶνας
     κλητική ! πορτοκαλεών πορτοκαλεῶνες
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

πορτοκαλεών, -ῶνος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.