μυοκτονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μυοκτονία | οι | μυοκτονίες |
| γενική | της | μυοκτονίας | των | μυοκτονιών |
| αιτιατική | τη | μυοκτονία | τις | μυοκτονίες |
| κλητική | μυοκτονία | μυοκτονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυοκτονία < ελληνιστική κοινή μυοκτόνος + -ία < αρχαία ελληνική μῦς + κτείνω
Μεταφράσεις
μυοκτονία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.