τρωκτικοκτόνο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρωκτικοκτόνο < τρωκτικό + -κτόνο

Ουσιαστικό

τρωκτικοκτόνο ουδέτερο

  • παρασιτοκτόνος χημική ουσία που προορίζεται για εξόντωση των τρωκτικών, ποντικοφάρμακο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.