μυοκτόνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυοκτόνο τα μυοκτόνα
      γενική του μυοκτόνου των μυοκτόνων
    αιτιατική το μυοκτόνο τα μυοκτόνα
     κλητική μυοκτόνο μυοκτόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυοκτόνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μυοκτόνος

Ουσιαστικό

μυοκτόνο θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • μυοκτόνο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • μυοκτόνο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.