πονηρεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πονηρεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πονηρεύομαι (έχω κακή συμπεριφορά) σε ενεργητικό τύπο [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /po.niˈɾe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πονηρεύω

Ρήμα

πονηρεύω, αόρ.: πονήρεψα, παθ.φωνή: πονηρεύομαι, π.αόρ.: πονηρεύτηκα, μτχ.π.π.: πονηρεμένος

  1. (μεταβατικό) δημιουργώ υποψίες σε κάποιον, τον κάνω να σκέφτεται πονηρά
  2. γίνομαι πονηρός, σκέφτομαι χωρίς αφέλεια
  3. αντιλαμβάνομαι τη σεξουαλικότητά μου
  4. (στην παθητική φωνή)  δείτε τη λέξη πονηρεύομαι γίνομαι καχύποπτος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πονηρός

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.