πονήρεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πονήρεμα τα πονηρέματα
      γενική του πονηρέματος των πονηρεμάτων
    αιτιατική το πονήρεμα τα πονηρέματα
     κλητική πονήρεμα πονηρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πονήρεμα < πονυρεύ(ω) + -μα με αποβολή του [v] πριν το [m][1] Συγκρίνετε με το αρχαίο πονήρευμα

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈni.ɾe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πονήρεμα

Ουσιαστικό

πονήρεμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.